- γλυκολυπούμενος
- -η, -οαυτός που αισθάνεται χαρά και λύπη ταυτόχρονα («γλυκολυπούμενη χαμογελάει», Δ. Σολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκολυπούμενος — η, ο αυτός που νιώθει ταυτόχρονα χαρά και λύπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek